πλίσσω

πλίσσω
και πλίσσομαι Α
(το ενεργ
και κυρίως το μέσ.)
1. βηματίζω διπλώνοντας το ένα σκέλος μετά το άλλο
2. (στον Όμ.) (για ημιόνους) βηματίζω γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί η σύνδεση τού ρ. με τύπους όπως: αρχ. ιρλδ. sliassait «μηρός», αρχ. ινδ. plehate «πηγαίνω», αρχ. σλαβ. plesati «χορεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφιπλίσσω — ἀμφιπλίσσω (Α) ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίσσω βλ. πλίσσομαι] …   Dictionary of Greek

  • πλίξ — ιχός, ἡ, Α 1. (δωρ. τ.) βήμα 2. η πύλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιχ ς < θ. πλιχ τού πλίσσω «βηματίζω») …   Dictionary of Greek

  • πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”