- πλίσσω
- και πλίσσομαι Α(το ενεργκαι κυρίως το μέσ.)1. βηματίζω διπλώνοντας το ένα σκέλος μετά το άλλο2. (στον Όμ.) (για ημιόνους) βηματίζω γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί η σύνδεση τού ρ. με τύπους όπως: αρχ. ιρλδ. sliassait «μηρός», αρχ. ινδ. plehate «πηγαίνω», αρχ. σλαβ. plesati «χορεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.